κιλό, το, ουσ. [<γαλλ. kilo(gramme) <ελλ. χιλιόγραμμο], το κιλό·
- αράζω στα κιλά μου, δεν εκδηλώνομαι, αδρανώ: «όταν καταλαβαίνω πως έχω άδικο, αράζω στα κιλά μου || μόλις είδα τι γομάρι ήταν ο άλλος, άραξα στα κιλά μου για να μην τις φάω»·
- άραξε στα κιλά σου! α. φιλική σύσταση σε άτομο που είναι εκνευρισμένο με κάποιον να ηρεμήσει: «έλα, άραξε στα κιλά σου, αφού βλέπεις πως σε ζητάει συγνώμη ο άνθρωπος!». β. απειλητική σύσταση σε άτομο που επιδιώκει να δημιουργήσει φασαρία να καθίσει φρόνιμα, γιατί δε θα του βγει σε καλό: «κι εγώ σου λέω άραξε στα κιλά σου, γιατί θα το μετανιώσεις!». γ. απειλητική σύσταση σε ενοχλητικό άτομο να πάψει να μας ενοχλεί: «άραξε, επιτέλους, στα κιλά σου, γιατί θα τις φας!». Συνών. άραξε στα κυβικά σου(!)· 
- βάζω κιλά, παχαίνω: «λίγο αν ξεφύγω απ’ τη δίαιτα που κάνω, αμέσως βάζω κιλά»·
- είναι στα κιλά μου, έχει την ίδια σωματική διάπλαση ή δύναμη με μένα, οπότε, μπορώ να μαλώσω μαζί του και έχω μεγάλη πιθανότητα να τον νικήσω: «τον τάδε άσ’ τον σε μένα, γιατί, απ’ ό,τι τον κόβω, είναι στα κιλά μου». Συνών. είναι στα κυβικά μου·
- έρχομαι στα κιλά μου, επανέρχομαι στο φυσιολογικό μου βάρος: «αν δεν έκανα αυστηρή δίαιτα, δε θα ερχόμουν πάλι στα κιλά μου»·
- και το μερμήγκι με το δικό του το καντάρι σαράντα κιλά ζυγίζει, βλ. λ. μυρμήγκι·
- παίρνω κιλά, βλ. φρ. βάζω κιλά·
- τα ’χω τα κιλά μου, είμαι κάπως παχύς: «παρόλη τη δίαιτα που κάνω, τα ’χω τα κιλά μου».